Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παραβιάζω τα σύνορα

  • 1 нарушить

    нарушить παραβιάζω, παραβαίνω' διακόπτω (прервать) ◇ \нарушить границу παραβιάζω τα σύνορα
    * * *
    παραβιάζω, παραβαίνω; διακόπτω ( прервать)
    ••

    нару́шить грани́цу — παραβιάζω τα σύνορα

    Русско-греческий словарь > нарушить

  • 2 нарушать

    нарушать
    несов
    1. διαταράσσω, ταράζω, ἐνοχλώ, ἀνησυχῶ:
    \нарушать покой διαταράσσω τήν ήσυχία· \нарушать сон κόβω τόν ὑπνο·
    2. (преступать) παραβαίνω, παραβιάζω, καταπατώ, ἀθετῶ:
    \нарушать закон καταπατώ τόν νόμον ·\нарушать клятву, присягу παραβαίνω (или πατῶ) τόν ὀρκο μου· \нарушать слово ἀθετΦ τόν λόγο μου· \нарушать договор καταπατώ τήν συμφωνία· \нарушать границу παραβιάζω τά σύνορα.

    Русско-новогреческий словарь > нарушать

  • 3 нарушить

    -щу, -шишь ρ.σ.μ.
    1. (δια)ταράσσω χαλνώ•

    нарушить покой (спокойствие) διαταράσσω την ησυχία•

    нарушить сон χαλνώ τον ύπνο•

    вы— стрел -ил ночную тишину ο πυροβολισμός διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία.

    2. παραβιάζω•

    нарушить государственную границу παραβιάζω τα σύνορα του κράτους.

    || παραβαίνω, αθετώ καταπατώ•

    нарушить закон παραβαίνω το νόμο•

    нарушить договор, соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφωνία.

    || διασαλεύω•

    нарушить порядок διασαλεύω την τάξη.

    3. καταστρέφω.
    διαταράσσομαι. || παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > нарушить

См. также в других словарях:

  • περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»